- αλογικός
- -ή, -όαυτός που βρίσκεται έξω από τους κανόνες της λογικής χωρίς όμως να είναι παράλογος: Οι θρησκευτικές διδασκαλίες είναι αλογικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.